συμποσίων — συμπόσιον drinking party neut gen pl συμπόσιος fem gen pl συμπόσιος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμποσίων — συμποσίων , συμπόσιον drinking party neut gen pl συμποσίων , συμπόσιος fem gen pl συμποσίων , συμπόσιος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ιπποκλείδης — (6ος αι. π.Χ.). Πλούσιος και ωραίος Αθηναίος νέος, που καταγόταν από τους Κυψελίδες της Κορίνθου. Ήταν γιος του Τείσανδρου και ταξίδεψε μαζί με τον Μεγακλή στη Σικυώνα, όταν ο τύραννος της πόλης, Κλεισθένης, διακήρυξε σε όλη την Ελλάδα πως θα… … Dictionary of Greek
καθιστιώ — καθιστιῶ, άω, (Α) επιγρ. δαπανώ για την τέλεση εορτών, συμποσίων, πανηγύρεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. καθιστιώ < καθεστιώ (με αφομοίωση) < κατ(α) * + ἑστιῶ (< ἑστία)] … Dictionary of Greek
πρύτανης — ο / πρύτανις, άνεως, ΝΑ, και αιολ. τ. πρότανις Α (στην αρχ. Αθήνα) καθένας από τους 50 βουλευτές τής φυλής η οποία προήδρευε στη βουλή για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, που ισοδυναμούσε με το 1/10 τού έτους νεοελλ. 1. αιρετός και με ορισμένη… … Dictionary of Greek
τρικλιναρχία — ἡ, Α η διεύθυνση τών συμποσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίκλινος «συμπόσιο» + αρχία (< άρχης*)] … Dictionary of Greek
τρικλινικός — ή, όν, Α [τρίκλινος] ο σχετικός με το τρίκλινο, την αίθουσα συμποσίων … Dictionary of Greek